Η 23η Σεπτεμβρίου που πλησιάζει, λέει το άρθρο των Νέων, είναι η ημέρα της οικολογικής μας χρεωκοπίας. Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγει η φύση ετησίως. Και αν δεν λάβουμε μέτρα –προειδοποιεί ο ΟΗΕ- το 2050 οι φυσικοί πόροι θα τελειώσουν. Άλλο ένα καμπανάκι για την κακοποίηση της φύσης και του περιβάλλοντος από το ανθρώπινο χέρι.
Ποιο περιβάλλον; Σκέφτομαι το δικό μου βρώμικο και μολυσμένο περιβάλλον σ’αυτή την πόλη που κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο άθλια.
Κρυφοκοιτάζω στα υπόγεια των πολυκατοικιών. Τα περισσότερα ήταν κάποτε αποθήκες και μαγαζάκια, τώρα τελευταία έγιναν σπίτια. Μέσα από ένα βρώμικο παράθυρο, μια μεσόκοπη χοντρή γυναίκα κάθεται σε μια σαραβαλιασμένη πολυθρόνα και ξεφυλλίζει περιοδικά. Δίπλα της, πάνω στο τραπέζι μια φουντωτή γάτα με ανασηκωμένη ουρά τρώει κάτι από ένα πιάτο. Ολα τα υπάρχοντα της γυναίκας είναι φυλαγμένα μέσα σε νάιλον σακούλες, που είναι στιβαγμένες στο κρεβάτι, στις καρέκλες, στο πάτωμα, παντού.Λίγο παρακάτω, σε ένα φτωχικό αλλά περιποιημένο δωματιάκι ένας γέρος ρίχνει πασιέντζες δίπλα στο αναμένο καντήλι, δυο πολυκατοικίες παραπέρα μέσα από τις κατεβασμένες γρίλιες ξεχύνονται αμανέδες και μυρωδιές μιας βαριάς ανατολίτικης κουζίνας.Ενα χαρτί κολημένο στο τζάμι ένα αλβανικού μπακάλικου προειδοποιεί τους πελάτες του ότι απαγορεύεται να πίνουν έξω από το μαγαζί. Οι Αλβανοί, μπορεί να είναι και Ρουμάνοι ή Ουκρανοί –θα σε γελάσω για την εθνικότητα -παίρνουν τις μπύρες τους και κάθονται παραδίπλα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.
Ανηφορίζω προς τον Αι Δημήτρη, η πόρτα μιας από τις χαρτοπαικτικές λέσχες της γειτονιάς είναι ορθάνοιχτη. Απέξω γλάστρες με φίκους μέσα θολό τοπίο, πράσινη τσόχα, χλωμά πρόσωπα, μυρωδιά κλεισούρας και τσιγαρίλας.
Φτάνω στο σπίτι μου, κλείνω την πόρτα και αφήνω απέξω όλα τα κακά. Βγαίνω στο μπαλκόνι, χώνω τη μύτη μου στις γλάστρες με το βασιλικό, τη λουίζα και το δυόσμο και παίρνω βαθειές ανάσες. Δεν αρκούν για να διώξω την μυρωδιά της πόλης που με ακολουθεί. Λύση όμως υπάρχει...
Στο ψυγείο έχουν μείνει 2-3 κιλά σταφύλια από την κληματαριά που σκιάζει την ταράτσα της γειτόνισσας. Ναι, σ’αυτή τη θλιβερή πόλη, υπάρχουν ακόμη κάτι αυλές με κληματαριές που κάνουν εξαιρετικά σταφύλια. Θα φιάξω , λοιπόν, πετιμέζι και μουσταλευριά για να μυρίσει το σπίτι μου φθινόπωρο. Τα πλένω, καθαρίζω τις ρόγες, τις ρίχνω λίγες λίγες στο μούλτι, γιατί βαριέμαι να τις στίψω όπως πρέπει με το χέρι και μετά σουρώνω το χυμό τους δυο φορές, πρώτα με ένα λεπτό σουρωτήρι και κατόπιν στο φίλτρο του καφέ. Δοκιμάζω αυτό που μένει στο φίλτρο, είναι ένας πυκνός πουρές με παιδική γεύση. Θα τον φάω αργότερα μαζί με κατσικίσιο τυράκι πιπεράτο από τη Μάνη. Το αγαπημένο μου.
Βάζω την κατσαρόλα με το μούστο σε μέτρια φωτιά. Μόλις πάρει βράση, ξαφρίζω καλά καλά και αφήνω το ρόδινο υγρό να βράσει περίπου 50 λεπτά μέχρι να μείνει το 1/3. Στο μεταξύ το σπίτι έχει μυρίσει υπέροχα. Επίτηδες δεν ανάβω τον εξαεριστήρα, θέλω η μυρωδιά να πλημμυρίσει όλα τα δωμάτια, να τρυπώσει παντού , να διώξει κάθε υποψία ασχήμιας.
Τρέξε λοιπόν στη λαϊκή. Ίσα που προλαβαίνεις να βρεις σταφύλια. Καλό φθινόπωρο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ανακάτεψαν τον τέντζερι με την κουτάλα